28/3/09

Μύθοι και θρύλοι δυο


Ένας υπέροχος πίνακας που έγινε με κόπο από τον Κωνσταντίνο Γεωργίου (http://sideras.blogspot.com/2008/09/blog-post.htm).

Στο βυθό του πελάγου είναι το παλάτι του Γέρου της θάλασσας, του Νηρέα. Μια σπηλιά πλατιά, φως γεμάτη, όπου τα πράσινα νερά πλένουν τους γυαλιστερούς τοίχους και κρύσταλλα πολύχρωμα αστράφτουν στα ψηλά δώματα. Φύκια, κοράλλια, λουλούδια της θάλασσας στολίζουν την είσοδο, πλέκονται γύρω στους βράχους, κάνουν πύλη βασιλικιά για τη φύλαξη του θησαυρού του Νηρέα. Γιατί μέσα εκεί κρύβονται θησαυροί αφάνταστοι. Άστρα, κοχύλια, κοράλλια, μαργαριτάρια σε σωρούς, ψάρια ολόχρυσα και φεγγερά. Μα πιο πολύτιμο απ` όλα οι πενήντα κόρες του.

Ορθός εμπρός στη σπηλιά του στέκεται ο Νηρέας. Στο ένα χέρι βαστά την τρίαινα και συλλογισμένα κοιτάζει απάνω, εκεί που ασπρίζουν και χτυπιούνται τα κύματα. Για μαλλιά έχει φύκια πράσινα και στα γένια του είναι κολλημένα βότσαλα με της ίριδας τα χρώματα. Καθώς κοιτάζει, καταλαγιάζουν σιγά-σιγά τα κύματα γαλήνη απλώνεται απάνω, όπως και στο βυθό της θάλασσας. Ο Νηρέας αφήνει τη σπηλιά του, υψώνεται, βγαίνει στην επιφάνεια και ρίχνει την ήρεμη ματιά του ολόγυρα στη γαλανή θάλασσα. Λαφρύ αεράκι σηκώνει τα φύκια από το μέτωπο του κι ο ήλιος ασημώνει τ` αλάτι στους ώμους του. Ο γέρο-Νηρέας χαμογελά αργά. Τούτη είναι η θάλασσα η δική του, η ήσυχη, η γαληνεμένη.

Ένα κυματάκι έρχεται και σπάζει στο πλατύ στήθος του θεού. Ένα γέλιο ακούγεται, άλλο απαντάει. Κύματα παιχνιδιάρικα ρίχνουν τον αφρό τους. Όλη η θάλασσα ζωντανεύει. Εδώ ένας ώμος ασπρίζει και χάνεται πάλι. Εκεί δυο χείλια πετούν ένα γέλιο πριν τα ξανασκεπάσει το κύμα. Αλλού ένα κεφαλάκι ξεπροβάλλει και προτού ξαναβυθιστεί τινάζει, διαμάντια στον ήλιο, το νερό από ολόχρυσα μαλλιά. Είναι οι Νηρηίδες, οι γοργοκίνητες. Βυθίζονται, ξαναβγαίνουν, σηκώνουν τα χέρια τους στον ήλιο και πάλι ρίχνονται γελώντας στα κύματα. Πιάνονται από τα χέρια και, αλυσίδα μακριά, σχίζουν τα γαλανά νερά γυρεύοντας κάποιο ακρογιάλι. Τις οδηγεί η Αμφιτρίτη που όρθια γλιστρά μέσα στον ήρεμο καθρέφτη. Πέρα στον ορίζοντα αστράφτουν της Νάξου τα περιγιάλια και το αεράκι φέρνει τη μυρουδιά των λουλουδιών της.

Σπάζει η αλυσίδα και σα δελφίνια ρίχνονται οι Νηρηίδες ποια θα πρωτοπιάσει τη στεριά. Πάλι πρώτη την πατά η Αμφιτρίτη, ενώ πίσω της, γελώντας και φωνάζοντας, πέφτουν μια-μια στην άμμο οι αδελφές της.

Στην όμορφη αυτή γη ξαναρχίζουν το χορό τους. Σαν τα κύματα που μόλις άφησαν, γέρνουν, γλιστρούν, λυγίζουν, ανάλαφρες, κι ανάμεσα τους, ξεχωριστή πάντα, η Αμφιτρίτη.

Μα ξαφνικά το τραγούδι κόβεται, φωνές τρόμου ξεσπούν και ο κύκλος σκορπάει απότομα. Βλέπει η Αμφιτρίτη κάποιον να ορμά κατ` επάνω της κι αλαφιασμένη ξαναρίχνεται στη θάλασσα. Πίσω της νιώθει τον άλλον να βουτά κι αυτός στα βαθιά. Απλώνει κιόλας να την πιάσει! Σαν το χέλι του ξεγλιστρά και με τον πανικό στην καρδιά φεύγει, πότε σύρριζα στο βυθό, πότε ψηλά κοντά στα κύματα που αφρίζουν, πότε ανάμεσα στα πυκνά κινούμενα φύκια.

-Βοηθήστε με..., παρακαλούν τα χείλια της τον κόσμο το θαλασσινό, που από μικρή την προστάτευε και τη φύλαγε με τόση αγάπη. Μα, αντίς βοήθεια, καταλαβαίνει πως και αυτός σύμμαχος του διώχτη της γίνεται. Τα φυτά τεντώνουν τα κλαριά τους να της κλείσουν το δρόμο, όστρακα μεγάλα ανοιγοκλείνουν απειλητικά στο πέρασμα της. Ψάρια άπειρα μαζεύονται πηχτά μπροστά της. Ένα χταπόδι απλώνει τα πλοκάμια του να την αρπάξει... Γρήγορη σαν αχτίδα πετάγεται ολόισα στην επιφάνεια.

Όμως και τα κύματα σηκώνονται βουνά γύρω της. Ρίχνονται πάνω της βροντώντας. Η Νηρηίδα βουτά πάλι στα βαθιά.

Πολλή ώρα βάσταξε το άγριο αυτό κυνηγητό.

Η Αμφιτρίτη μόνο τον πανικό της ακούει και σχίζει τη θάλασσα πιο γρήγορη κι απ` το φως.

Καμιά φορά αρχίζουν να γαληνεύουν τα κύματα, ο βυθός μερεύει, αδειάζει η θάλασσα από εχθρούς. Η Αμφιτρίτη βλέπει, κοντά πολύ, μιαν άγνωστη ακρογιαλιά. Με κόπο κολυμπά για να τη φτάσει. Στην ξένη αυτή γη, πέφτει αποκαμωμένη. Η καρδιά της ακόμα χτυπά σκεπαρνιές. Γύρω της όλα σωπάσανε. Ακουμπά το κεφάλι στην άμμο. Κλείνει τα μάτια να ξεχάσει...

Εκεί ακούει μια βουή μακρινή, σα βροντή που κυλά πολύ ψηλά, στα σύννεφα και ξεχω­ρίζει τ` όνομά της.

-Αμφιτρίτη... Αμφιτρίτη...

Ανασηκώνεται και κοιτάζει ολόγυρα. Μα κριά, σε ένα βράχο μισοκρυμμένο από την καταχνιά και τα σύννεφα, μαντεύει ένα γίγαντα ασάλευτο.

-Αμφιτρίτη, κυλά πάλι η φωνή. Πως ήρθες εδώ, στην Άκρη της Γης;

-Που με ξέρεις; ρωτά σιγά η Νηρηίδα.

-Σε ξέρω, όπως γνωρίζω όλη τη θάλασσα, κάθε της πέτρα, κάθε της ψάρι... Εδώ στην απέραντη μοναξιά μου, αφήνω τα μάτια μου να βουτούν ως τα βάθη της παλιάς μου πατρίδας. Εκεί σε γνώρισα και σένα, από χρόνια... Εκεί σε είδα και τώρα που έφευγες κυνηγημένη, γεμάτη φρίκη... Γιατί τρέμεις, Αμφιτρίτη; Γιατί δε γυρίζεις να δεις ποιος είναι ο διώχτης σου; Δεν το κατάλαβες πως η θάλασσα όλη το θεό της βοηθούσε, όταν γύρευε να σε πιάσει;

Δεν κατάλαβες πως ο Ποσειδώνας, ο άρχοντας όλης της θάλασσας, σ` αγάπησε και σε θέλει βασίλισσά του, στο πλευρό του; Στον ιριδόχρωμο θρόνο του σε περιμένει, σκυθρωπός, μονάχος. Εκεί είναι η μοίρα σου, κοντά του να καθίσεις. Κι ας ήλθες ως εδώ, στην Άκρη της Γης, για να ξεφύγεις. Εδώ, όπου η δική μου μοίρα μ` έχει τάξει για αιώνες και πάλι αιώνες να σηκώνω τον ουρανό στους ώμους μου...

Με δέος ρωτά πάλι ή Αμφιτρίτη.

-Ποιος είσαι;

-Είμαι ο Άτλαντας, ο γιος του Ιαπετού και της Κλιμένης, ο Τιτάνας...

Ένας φλοίσβος ακούγεται. Γυρίζει η Αμφιτρίτη και βλέπει τη θάλασσα αλλαγμένη... Κάθε κύμα φέρνει κι ένα λουλούδι, κάθε σταγόνα αστράφτει χίλια χρώματα. Δελφίνια πηδούν και οι γλιστερές τους πλάτες γυαλίζουν παιχνιδιάρικα στο γαλάζιο νερό.

-Σε καλεί ο βασιλιάς σου, βροντά πάλι μακρινή η φωνή του Άτλαντα. Πήγαινε, Νηρηίδα, στην ευτυχία που σε περιμένει. Η θάλασσα όλη στολίστηκε να σε δεχτεί...

Και η Αμφιτρίτη αφήνει τα κύματα να την αγκαλιάσουν, τα δελφίνια να την σηκώσουν και μέσα από τη μυρωμένη θάλασσα να την πάνε στο παλάτι του Ποσειδώνα.

Γύρω της τραγουδούν τα νερά, φτερουγίζουν οι γλάροι και ότι ζει μέσα ή ολόγυρα στο γιαλό, έρχεται να προσκυνήσει τη φωτεινή βασίλισσα της θάλασσας, την Αμφιτρίτη.



Αλεξάνδρας Δέλτα-Παπαδοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: