25/3/09

Όλη η δόξα, όλη η χάρη...


Σήμερα, λόγω της εορτής είπα να πάρω «άδεια από τη σημαία», και να μου την αφιέρωσω. Να καθήσω να σκεφτώ θέλω, για τη μέρα που ξημέρωσε. Να συλλογιστώ το τι γιορτάζουμε σήμερα. Κάτι από την αίγλη του παρελθόντος, κάποιες μνήμες που όσο περνούν τα χρόνια σβήνουν.

Παιδί θυμάμαι, η μέρα τούτη ήταν λαμπρή. Όλοι αυτοί οι ήρωες με τα τεράστια μουστάκια και τα μακρυά μαλλιά με έκαναν να παγώνω από το φόβο μου. Η ταινία που βλέπαμε κάθε χρόνο με το σχολείο, «ο Παπαφλέσσας», έμοιαζε στα μάτια μου απόκοσμη. Ονειρική. Υποχρεωτικός εκκλησιασμός, που ποτέ δε άντεχα και φόβος. Πολύς φόβος. Φόβος στις καρδιές μικρών παιδιών για τους απαίσιους και κακούς Τούρκους. Σφαγές, βασανιστήρια, και αίμα... αίμα αθώων ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους από τους Τούρκους.

Αυτά μας μάθαιναν, τότε στο σχολείο. Και φαίνεται πως ήμουν ένας πρώτης τάξεως πομπός αν σκεφτείς πως το 1974, με το πραξικόπημα, παιδί μόλις πέντε ετών, έκλαιγα το βράδυ φοβισμένο γιατί μετά από όσα είχα ακούσει θεωρούσα αδύνατο το να μην βρίκσεται τουλάχιστον ένας Τούρκος με μια μεγάλη χατζάρα κάτω από το κρεβάτι μου. Η μητέρα μου εκείνο το βράδυ μαρτύρησε για να με ησυχάσει. Μέχρι που στο τέλος κοιμήθηκα μαζί της. Στα είκοσι μου χρόνια οι Τούρκοι φαίνεται να συνεχίζουν να με κυνηγούν, δίχως καμιά διάθεση να με παρατήσουν ήσυχη. Στο δρόμο για την Γερμανία, θα πήγαινα για μεταπτυχιακό, φίλοι μου λένε πως στο Μόναχο αλλά και σε ολόκληρη τη Γερμανία οι Τούρκοι είναι αμέτρητοι. Θεέ μου σκέφτηκα... και δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ αυτό... θα είναι βρωμιάρηδες, ελεεινοί, σκουρόχρωμοι, με χαλασμένα δόντια... Έλεος! Η πραγματικότητα ήρθε να με ταρακουνήσει. Ο πρώτος Τούρκος που αντίκρυσα στη ζωή μου ήταν ξανθός, γαλανομάτης, καθαρότατος και δίχως χατζάρα! Μα πως ήταν δυνατό; Aφού στο σχολείο άλλα μας είχαν μάθει...

Σήμερα, που μπορώ να σκέφτομαι λίγο πιο λογικά, θεωρώ ότι χειρότερο εκείνο το μίσος που τότε φύτευαν στις καρδιές μας για έναν άλλο λαό. Δεν αμφισβητώ ότι έκλεψαν, λεηλάτησαν, βίασαν, σκότωσαν αλλά πιστεύω ότι τα ίδια κάναμε κι εμείς. Πόλεμος ήταν, και στους πολέμους δεν γίνεται μόνο η μια πλευρά να τα κάνει όλα. Άλλωστε για να ακουστεί θόρυβος χρειάζονται πάντα δυο χέρια. Αυτό το έμαθα καλά πια. Πέρα από την ως τώρα τοποθέτηση μου αναγνωρίζω ότι το ελληνικό στοιχείο πολέμησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Για να μπορούμε να καθόμαστε σε μια πολύθρονα και να γράφουμε τη γνώμη μας. Δημοκρατία, λέγεται αυτό.

Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόντουσαν όλοι αυτοί οι ήρωες αν είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν για λίγο τις ζωές μας. Να δούνε πως αξιοποιήσαμε το πολύτιμο αγαθό της λευτεριάς που μας χάρισαν. Πιστεύω, ότι δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένοι μαζί μας. Μάλλον θα γελούσαν πικρά και ίσως να σκεφτόταν πως άδικα έδωσαν το αίμα τους για μας. Θα έβλεπαν ανθρώπους σε μια χώρα δίχως πόλεμο, που όμως δεν είναι ελεύθεροι. Που τα δεσμά τους είναι χειρότερα από τα δεσμά που ένιωσαν στις σάρκες τους και τις ψυχές τους εκείνοι. Τι θα έλεγαν άραγε αν έβλεπαν αστυνομικούς να σκοτώνουν παιδιά; Kουκουλοφόρους να πνίγονται στα δακρυγόνα; Αγριέμενα MΑΤ να ξυλοφοτρώνουν αθώους διαδηλωτές; Πως θα αντιδρούσαν άραγε αν μάθαιναν ότι σχεδιάζουν να ενοχοποιήσουν τις κουκούλες και να τις απαγορεύσουν; Σίγουρα θα τσαλάκωναν στο χέρι τους με δύναμη το φέσι τους από την ταραχή τους... Για πια ελεύθερη πατρίδα θα είχαμε να μιλήσουμε;

Ο Βρετανός συγγραφέας Lawrence Durrell έγραψε: «Άλλες χώρες μπορούν να σε κάνουν να ανακαλύψεις έθιμα ή παραδόσεις ή τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι πιο σκληρό: την ανακάλυψη του εαυτού σου». Μόνο που εμείς αντί να τους ανακαλύψουμε σιγά σιγά τους χάσαμε εντελώς. Τους χάσαμε μέσα στα καλάθια τα γεμάτα με ελιές το χειμώνα, στη μυρωδιά του καπνού από ένα ξύλο που καιγόταν το φθινόπωρο, στα λιβάδια με τα αγριολούλουδα την άνοιξη, στα κρυστάλλινα νερά του Αιγαίου το καλοκαίρι.

Σιγά σιγά χάνουμε και τους οικογενειακούς δεσμούς και τη φιλία. Την επιμονή μας να χαιρόμαστε τη ζωή. Την ανοιχτόκαρδη διάθεση μας. Τη γενναιοδωρία μας και την αίσθηση αξιοπρέπειας και ευπρέπειας. Χάνουμε το μεγάλο ταλέντο μας, που ξεχείλιζε σε κάθε τομέα, από τις καλές τέχνες ως τον κάθε χώρο δουλειάς και δημιουργίας.

Ομολογώ ότι ακόμη και τώρα, μετά σαράντα σχεδόν χρόνια στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη μερικά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω την ελληνική μανία να βουτάνε όλοι στη θάλασσα κάθε φορά που η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω από τους τριανταπέντε βαθμούς. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα κινητά είναι τόσο δημοφιλή, ενώ οι Ελληνίδες στις διακοπές έχουν τη συνήθεια να φωνάζουν τόσο δυνατά και σε τόσο ψηλές νότες ώστε οι φωνές τους να σκίζουν τον αιθέρα και λόγγοι και ραχούλες να αντηχούν «έλα Τούλααα...». Ακόμη δεν έχω καταλάβει τα παραθυράκια στην τηλεόραση. Πώς καταλαβαίνει ο ένας τι λέει ο άλλος όταν όλοι μιλούν ταυτόχρονα;

Ο στρατηγός Ντε Γκολ αναρωτήθηκε κάποτε πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που παράγει 246 διαφορετικά είδη τυριών. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που έχει σχεδόν τόσους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, όσα τυριά έχει η Γαλλία.

Η Ιστορία μέχρι σήμερα, είναι ένα μίγμα αποτελούμενο από 10% ιστορικά γεγονότα και 90% μύθους μεταγενέστερους, μεταποιητικούς της αλήθειας. Μύθοι απαραίτητοι σε κάθε εξουσία για την καλλιέργεια και τη διατήρηση της ψευδαίσθησης. Ως εργαλείο για τη χειραγώγηση των μαζών. Κάποτε πρέπει να σταματήσει αυτό, να πάψουμε να ζούμε στην Αυλή των θαυμάτων, όπως την περιέγραψε ο Ουγκώ. Να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να ψάξουμε για τα χαμένα κομμάτια μας.

Μπορεί κάποιος μετά από όλα αυτά, να σκεφτεί πως δεν αγαπώ την πατρίδα μου, όμως αυτός είναι ένας λάθος συλλογισμός. Αγαπάς μόνο όταν μπορείς και βλέπεις και τα κακώς κείμενα. Όταν δεν χαιδεύεις αυτιά. Αλλιώς δεν είναι αγάπη. Είναι υποκρισία Εύχομαι και ελπίζω ότι κάποια μέρα τούτος ο τόπος , εμείς δηλαδή, θα τιμήσουμε όσους θυσιάστηκαν για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι.

"Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει".

Γιώργος Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: