13/3/09
Οι λαθρεπιβάτες με τα λουκούμια...
Το ολλαντέζικο καράβι με την κόκκινη τσιμινιέρα έφτανε κάθε χρόνο, καθώς είχαμε τελειώσει με τα πατητήρια και τους μούστους. Οι βροχάδες είχαν πέσει στα χωράφια μας και οι πρώτοι - πρώτοι ζευγάδες άνοιγαν τη γη για να σπείρουν τα πρώτα στάρια, τα κριθάρια, αλλά και τα κουκιά τους. Τότε πρόβαινε στη δική του ρότα, ανοιχτά στους Βαρδιάνους το καράβι που φόρτωνε τη μαύρη σταφίδα μας, την κορινθιακή, και την κουβαλούσε στην Ολλανδία αλλά και στην Αγγλία, για πολλά χρόνια οι μεγάλοι πελάτες. Οι ξωμάχοι της γης μας λαχταρούσαν ν' αντικρίσουν το καράβι να μπαίνει στον κόρφο το μεγάλο, να φουντάρει αρόδου στη γνώριμη θέση του, λίγο πιο ανοιχτά από την μπούκα. Πολλοί τότε κατέβαιναν για να καλωσορίσουν τον καπετάνιο και το πλήρωμα, που μαζί τους είχαν δέσει φιλία.
Πάνω από δέκα χρόνια που κρατούσε αυτό το δρομολόγιο είχαν πια οικογενειακές σχέσεις. Τους έκαναν τραπέζια γιορτινά. Και τύχαινε, όταν ο καιρός αγρίευε και το καράβι δεν μπορούσε να φύγει, να γιόρταζαν μαζί Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Είχαν το λόγο τους, που το καρτερούσαν το ολλαντέζικο εκείνο με τέτοια λαχτάρα και που η είδηση πως έφτασε από στόμα σε στόμα μαθεύονταν αστραπή στα σταφιδοχώρια. Με το φτάσιμο μαθεύονταν κι η πρώτη τιμή που θα αγόραζαν τη σταφίδα. Μερικές χρονιές οι τιμές τσιμπούσαν λίγο προς τ' απάνω, αλλά τις περισσότερες «βουτούσαν» προς τα κάτω και ούτε τα έξοδα δεν έπιαναν.
Καληώρα όπως τώρα. Είναι οι χρονιές που οι ξωμάχοι έμεναν τελικά χρεωμένοι κι έμποροι άρπαζαν συχνά με υποθήκες τα χτήματά τους.
Ηταν μια τελετή του καραβιού το φτάσιμο. Πρώτα - πρώτα καθώς έκοβε, μπροστά στο Λαρδικό κι ενώ οι καθρέφτες οι βενετσιάνικοι έστελναν του νησιού τον πρώτο χαιρετισμό από τα ναυτοχώρια της Λειβαθώ, ο καπετάνιος αντιχαιρετούσε σφυρίζοντας κάθε τόσο, ώσπου να φτάσει στο ρεμέτζο του. Επειτα ήταν η σειρά του Λιμεναρχείου. Παλιός γνώριμος ο λιμενάρχης, έπαιρνε τη βενζίνα κι ανέβαινε σβέλτα στο καράβι. Είχε να τελειώσει με τις τυπικές διαδικασίες, που προβλέπονται για το καράβι, που φτάνει σ' ένα ξένο λιμάνι. Ολα όμως αυτά τέλειωναν πολύ γρήγορα και τότε ο καπετάνιος του καραβιού κι ο λιμενάρχης αποτραβιόντουσαν στο σαλόνι κι άρχιζαν τα καλωσορίσματα με κεράσματα τα κονιάκ. Οι δυο, καπετάνιος και λιμενάρχης, άδειαζαν τα ποτηράκια τους με τους γνώριμους μεζέδες, που πάντα κουβαλούσε για τους ξένους που ανέβαιναν, όσο συνεχιζόταν του καραβιού η φόρτωση. Τα μαντάτα για το καράβι γιόμιζαν, όπως γινόταν πάντα τα καφενεία και τις ταβέρνες. Ολοι θέλαν να μάθουν πόσο θ' αγοραστεί η σταφίδα, κι αν ύστερα από τόσους κόπους θα περισσέψουν και λίγα λεφτά για να δούνε και κάποια ανακούφιση στις τόσες ανάγκες που 'χαν ανοιχτές τα σπίτια τους. Η πιο μεγάλη ήταν, τότε, η προίκα που χρειάζονταν για τις θυγατέρες τους. Το καφενείο το μεγάλο πάνω στην παραλία γιόμιζε. Δεν ήταν εκείνοι οι συνηθισμένοι πελάτες που έπαιζαν την πρέφα τους ή το τάβλι τους. Οταν έφτανε αυτό το καράβι κι από τα γύρω χωριά ξωμάχοι έφταναν για να μάθουν σίγουρα κι από πρώτο χέρι πώς θα πάει το πράμα στις ξένες αγορές. Αυτές άνοιγαν πρώτες κι έδιναν τον τόνο και στις δικές μας της Πάτρας και της Αθήνας.
Γέμιζαν τότε κι οι ταβέρνες, που το χταπόδι ριγμένο στη θράκα συνόδευε το κόκκινο θηνιάτικο κρασί, που βαστούσαν τα βαρέλια τους από τα περσινά, γιατί τα κρασιά τα φετινά δεν είχαν ακόμη ανοίξει. Δίπλα στους ξωμάχους κι οι γνώριμοι κανταδόροι, που περνούσαν τη βραδιά τους καρτερώντας κι αυτοί τα μαντάτα για τη «μαυρομάτα», περιμένοντας να μάθουν τις φετινές τιμές. Οσο προχωρεί το βράδυ κι η συντροφιά με της μαυροδάφνης τη βοήθεια έχει τα τραγουδάκια της, τις γνώριμες αριέτες που τους ομόρφαιναν τις βραδιές στις ταβέρνες καμιά φορά με τις καλοσύνες του καιρού και τις περατζάδες τους στα πασίγνωστα καντούνια πριν τα εξαφανίσει ολότελα ο μεγάλος σεισμός (Αύγουστος 1953).
Αργά τ' απόγιομα και πριν ανάψουν τα φώτα τέλειωνε η επιθεώρηση - βίζιτα κι ο λιμενάρχης ξαναμμένος από τα κονιάκ αλλά και χαμογελαστός έλεγε σ' όλους που τον ρωτούσαν πως τα νέα θα 'ταν καλά και το πράμα, όπως δείχνει η αγορά, θα πάει καλά και θα 'χει τράβηξη και πως θα τρέξει μπόλικο παραδάκι στον τόπο. Συχνά στα όσα άκουγε για τη σταφίδα και τα μαντάτα της πρόσθετε και τα δικά του, όσα εκείνος επιθυμούσε κι έτσι εκείνο το πρώτο βράδυ όλοι κι όλα τα 'βλεπαν ρόδινα. Εβαζαν καθένας κάτω από τα μπιλιέτα με το πράμα (τη σταφίδα) που είχαν μπάσει στους εμπόρους. Κι έκαναν ολονύκτιους λογαριασμούς με τα νούμερα, που άκουσαν. Λογαριασμοί ατελείωτοι, ώσπου να ξημερώσει..
Συχνά, όμως, η άλλη μέρα έβγαινε διαφορετική. Οι έμποροι που διάβαζαν τα χαρτιά, που 'χε φέρει ο καπετάνιος, έβαζαν κάτω τα νούμερα κι οι τιμές της σταφίδας έβγαιναν αλλιώτικες. Στα μαγαζιά τώρα άρχιζε ένας νέος κύκλος και τα πρόσωπα σκοτείνιαζαν. Ανοιγαν όλοι τα τεφτέρια τους και το πιο ζεματιστό, αυτό που τσουρουφλούσε όλους ήταν εκείνο του ψωμιού. Οσοι δεν είχαν καθόλου δικό τους σιτάρι, όλοι εκείνοι που ήταν έτσι αναγκαστικά κρεμασμένοι απ' του φούρναρη το καθημερινό καρβέλι. Ηταν του χαμού και της απελπισίας...
Της σταφίδας η χρονιάτικη είσπραξη δεν έφτανε ούτε και το ψωμί, όταν τύχαινε η φαμελιά να 'χε πολλά στόματα κι οι φέτες κοβόντουσαν απανωτά στο σπιτικό, άλλωστε δεν υπήρχε και τίποτε άλλο. Και τα παιδιά χιμούσαν στα καρβέλια. Οταν, λοιπόν, γινόταν ο λογαριασμός με τα καρβέλια έμεναν αποσβολωμένοι από τα χρέη που είχαν πάνω τους. Αλλά σε κάθε σπιτικό δούλευαν κι άλλα βιβλιάρια με πίστωση. Ποιον να πρωτοβάλεις μπροστά; Κρέντιτο πίστωση, επίσης στο φαρμακείο και μάλιστα μεγάλο έχοντας ένα τσούρμο παιδιά που έτρεχαν καθημερινά για φάρμακα, που γράφονταν καθημερινά στο τεφτέρι...
Το καράβι, χωρίς καθυστέρηση έβαλε μπρος στη φόρτωση της σταφίδας για να φύγει πριν ακόμη χειμωνιάσει. Ανοιχτά. Ανοιχτά, αρόδου φόρτωνε τα βαρέλια που έφερναν οι μεγάλες βάρκες. Μαζί κι εμείς που χρόνια μας δέχονταν επισκέπτες και μας πρόσφεραν μικρά δώρα και γλυκά, ανεβαίναμε στο φορτηγό.
Καμιά φορά ο καπετάνιος και οι ναύτες του στα κρυφά είχαν μαζί τους καπνό από την πατρίδα τους και τον πρόσφεραν στους καπνιστές που τον πεθυμούσαν πολύ και λίγες φορές πετύχαιναν να τον βρούνε. Ηταν τότε που έπεφταν στη φάκα. Οι χωροφύλακες με πολιτικά τους «έκοβαν» από μακριά τους, άφηναν ν' απομακρυνθούν κι εκεί τους έπιαναν και τους οδηγούσαν στην Αστυνομία. Οι ντόπιοι είχαν πολύ θυμώσει με το κυνηγητό, που ξαπολούσαν κάθε φορά, που έφτανε το καράβι. Ακόμη και τον καπετάνιο είχαν πάρει από πίσω για να δούνε τα δώρα, που είχε φέρει στις φιλικές οικογένειες που γνωρίζονταν από χρόνια.
Δέκα χρόνια πήγαινε - έλα με κουβαλητό της σταφίδας είχαν δημιουργηθεί φιλίες. Ο καπετάνιος και το πλήρωμα είχαν δέσει γνωριμίες και πολλές φορές κάθονταν στα τραπέζια του νησιού και έπιναν το κρασί τους, την μπρούσκα μαυροδάφνη ή τη φίνα και περιζήτητη ρομπόλα...
Οο στερνές δύο μέρες πριν τελειώσει η φόρτωση και ετοιμαστούνε από τον τελώνη τα απαραίτητα χαρτιά είχαν τις καθιερωμένες βίζιτες (επισκέψεις) στα φιλικά πρόσωπα που 'χε στην πόλη το πλήρωμα και φυσικά πρώτος ο καπετάνιος. Βίζιτα αποχαιρετισμού, καλό αντάμωμα τον άλλο χρόνο. Ο αποχαιρετισμός δεν έμενε στα συνηθισμένα. Είχε έτοιμο τραπέζι στρωμένο στα λινά και στα κρυστάλλινα και τα μπουκάλια, κι αυτά ξενικά, τα 'χαν φερμένα από το Τριέστι γιομάτα μαυροδάφνη θηνιάτικη. Στο μέσο του τραπεζιού η μεγάλη βενετσιάνικη σουπιέρα με την τοπική αλιάδα (σκορδαλιά) έτοιμη και δυνατή με τον μπακαλιάρο, το σολομό ή το κοφίσι.
Η αλιάδα ήταν φαγητό που χρειαζόταν πείρα αλλά και πολλές ώρες δουλιάς, κοντά πρωινό ολόκληρο πάνω στο πέτρινο γουδί. Ακολουθούσαν τα δώρα κι αυτά φυσικά ντόπια. Και στη σειρά πρώτο η νταμιτζάνα η μαυροδάφνη αλλά και γλυκά αμυγδαλωτά κι άλλα όλα σπιτικά. Βοηθούσαν, βέβαια και οι φιρμαρισμένοι ζαχαροπλάστες, που είχαν έτοιμα παστέλια, μαντολάτα, ετοιμασμένα μπροστά στα μάτια της πελατείας.
Οο βάρκες φορτωμένες τα μεγάλα βαρέλια με τη σταφίδα κόντευαν να τελειώσουν τα «πήγαινε - έλα». Κι εμείς, πάντα μαζί τους περίπου «συνοδοί» πηγαίναμε και σκορπίζαμε σ' όλο το καράβι στ' αμπάρια, γέφυρες. Βλέπαμε, ψάχναμε αλλά καθώς είχαμε και λιμπερτιό φτάσαμε απρόσμενα σε μια γωνιά του καραβιού, μ' ένα μικρό φορτίο, σε μικρά κιβώτια, που δε χρειάστηκαν πολλά για να καταλάβουμε, πως ήταν λουκούμια.
Δεν είχε περάσει ώρα κι ένας Ολλανδός ξαφνιασμένος μας έβρισκε τσούρμο στ' αμπάρι «αλευρωμένους» από τα λουκούμια, που είχαμε πια σταματήσει τις «δοκιμές». Ετρεξε να ενημερώσει τον καπετάνιο. Το καράβι που μόλις ξεκινούσε να βγει από τον Κόρφο έκοψε μονομιάς ταχύτητα κι άρχισε με σφυρίγματα να ζητάει να του πάει βάρκα του λιμεναρχείου...
Ξαφνιασμένοι όσοι ακόμα βρίσκονταν στο μόλο, είδαν τον λιμενάρχη να μπαίνει στη βενζινομηχανή και βιαστικά να κατευθύνεται στο ολλαντέζικο, που σταματημένο την καρτερούσε, κι είχε κι όλας, για να μην καθυστερήσει, κατεβάσει τη σκάλα του. Ο καπετάνιος δε χρειάστηκε λόγια πολλά. Γελαστός μας έδειξε στο λιμενάρχη τσούρμο πάνω στο κεφάλι της σκάλας τέσσαρις ή πέντε «λαθρεπιβάτες» του λουκουμιού. Το καράβι πια με τα γνώριμα χαιρετιστήρια σφυρίγματα μπήκε στην πορεία του καβατζάρισε τον Αη-Γιώργη, πέρασε ανοιχτά από τους Βαρδιάνους λίγο πριν ανάψουν τα φανάρια τους.
Ο κόσμος που 'χε μαζευτεί στο μόλο για να δει και να μάθει αυτό, που ζητούσε με τα σφυρίγματά του, ο καπετάνιος έσκασε στα γέλια μόλις μας αντίκρισαν πουντραρισμένους κι άκουσαν πως πιαστήκαμε πάνω στα κασετόνια με τα λουκούμια. Γέλασαν στο πόρτο. Γελούσαν το βράδυ στις ταβέρνες. Αλλά γελούσαν κι όσοι το μάθαιναν την άλλη μέρα στον κάμπο καθώς τ' αλέτρι του ξωμάχου ξάνοιγε τη γη μας για να πέσει της σποράς το στάρι. Περίμενα πως με καρτερούσε στο σπίτι μεγάλη φουρτούνα, όταν ο πατέρας μου θα μάθαινε το φινάλε με τα λουκούμια και τα σφυρίγματα. Δεν ακούστηκε λέξη. Τον βρήκα να είναι σκυμμένος πάνω σε κάτι λευκά χαρτάκια. Ηταν τα «μπιλιέτα» ένα - ένα με προσοχή για να τα βάζει στη «θυρίδα» του, το στεφανοφόρι του, ένα μικρό ξύλινο κουβούκλιο, που εκεί έβαζαν τα παλιά χρόνια του γάμου τα στεφάνια. Ούτε μια λέξη πώς βρέθηκα πάνω στο καράβι με τα λουκούμια. Τα 'χε όλα ακούσει στον κάμπο, στην αργατιά. Δεν του άρεσαν, αλλά και δεν είπε λέξη. Τραβήχτηκε στο τραπέζι, έπιασε τη γωνιά του, γιόμισε την κούπα του κρασί, πύρωσε μια φέτα ψωμί και έβαλε και λίγο λάδι και καμιά ελιά, κοίταξε τους Βαρδιάνους να φωτίζουν τα πλεούμενα στο ταξίδι τους.
Στο βάθος του ορίζοντα, σαν πυγολαμπίδα, και το ολλαντέζικο με τη σταφίδα μας προχωρούσε βαθιά στο Ιόνιο. Στο διπλανό μας καντούνι, στην ταβέρνα του Τζανούχαρη οι κανταδόροι τραγουδούσαν, έλεγαν και τούτη τη βραδιά τις αριέτες... Αυτές που πρωτακούσαμε σαν νανούρισμα πάνω από την κούνια και ξανακούγαμε τώρα με τη μαυροδάφνη στα καντούνια και τις ταβέρνες. Ηταν η «Ξανθούλα» του Σολωμού, μα ποιος το 'ξερε αυτό τότε....
Γράφει ο Νίκος Καραντηνός
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου