1/3/09

Οι Φανοί στο πέρασμα του χρόνου


Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της κοζανίτικης αποκριάς; Ο Φανός. Και τι είναι ο Φανός; Το άναμμα της φωτιάς, το τραγούδι, η οινοποσία κι ο χορός που στήνεται στα σταυροδρόμια προ παντός και στις πλατείες των διαφόρων συνοικιών της Κοζάνης, το βράδυ της Κυριακής της Τυροφάγου απ' τις 10 η ώρα και μετά και κρατάει ως το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. Είναι με άλλα λόγια η κατακλείδα και η αποκορύφωση του γλεντιού στις γιορτές της αποκριάς και του καρναβαλιού στην Κοζάνη. Ένα πολύ παλιό έθιμο που κρατάει την αρχή του απ' το δέκατο πέμπτο τουλάχιστον αιώνα και που εξυπηρετεί μια μεγάλη κοινωνική ανάγκη, την ομαδική ψυχαγωγία, το τρελό ξεφάντωμα των λαϊκών προ παντός τάξεων. Η καταγωγή του θα πρέπει ασφαλώς να αναχθεί στις οργιαστικές τελετές και πομπές του Διονύσου. Πώς ήρθε ο Φανός στην Κοζάνη, μια πόλη, που άρχισε να σχηματίζεται μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), εγώ, τουλάχιστον δεν μπόρεσα να το εξηγήσω. Γι' αυτό και παρακάτω θα προσπαθήσω να κάνω περιγραφή κυρίως του Φανού.
Πρωί - πρωί ακόμα την Κυριακή της Τυροφάγου συντροφιές από παιδιά δέκα έως δεκαπέντε χρονών γυρίζουν στα σπίτια της περιοχής του Φανού με πιάτα στα χέρια και μαζεύουν χρήματα. «παράδις για του φανό» ή «καμιά δεκάρα για του φανό, μπάρμπα». Επίσης άλλες συντροφιές από παιδιά πιάνουν όλες τις παρόδους του σταυροδρομιού, που θα γίνει ο Φανός και με πιάτα στα χέρια ζητούν απ' τους περαστικούς χρήματα. Με όλα αυτά τα χρήματα που θα μαζευτούν, θα αγορασθεί το δαδί, γιατί χωρίς δαδί Φανός δεν γίνεται... Άλλα παιδιά επίσης θα φροντίσουν για την διακόσμηση γενικά του χώρου, όπου θα γίνη ο Φανός. Στο κέντρο ακριβώς του σταυροδρομιού ή της πλατείας θα χτισθεί απ' την προηγούμενη μέρα με πέτρες και λάσπη ή ξερολίθι ένα κυλινδρικό βάθρο σε ύψος ενός μέτρου και με διάμετρο ένα μέτρο, όμοιο με αρχαίο βωμό. Πολλές φορές αντί για βάθρο μεταχειρίζονται κηροστάσιο της κοντινής εκκλησίας. Απάνω στο βάθρο αυτό ή το κηροστάσιο θα καίει το λάδι. Γύρω - γύρω ο χώρος είναι ελεύθερος για τους χορευτές και γύρω απ' τους χορευτές θα συγκεντρωθή ο κόσμος που θα παρακολουθή τους χορευτές. Πλάι απ' το κυλινδρικό βάθρο θα στηθούν ένα ή δύο βαρέλια με κρασί με τις κάνουλές τους για να πίνουν οι χορευτές και να κερνούν τους επισκέπτες. Κι ύστερα το βράδυ, όταν όλα θα είναι έτοιμα, κι αφού θάχει γίνει στα σπίτια το άλλο πατροπαράδοτο έθιμο το «χάσκα», κατά τις δέκα η ώρα θα βγουν όλοι στο Φανό. Γριές, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κι αμέσως αρχίζει ο χορός και τα τραγούδια. Ξεχωρίζουν ένας ή δύο ή και περισσότεροι πρωταγωνιστές. Αυτοί θα είναι η ψυχή του Φανού. Ως επί το πλείστον έρχονται πιωμένοι απ' τα σπίτια τους. Οι άλλοι χορευτές θα αποτελέσουν το «χορό», το «θίασο». Εχουν ήδη αρχίσει να καίνε τα δαδιά και να εκπέμπουν τη χαρακτηριστική τους λάμψη, φλόγα και μυρωδιά. Αλλοι απ' τους χορευτές θα είναι μασκαρεμένοι κι άλλοι αμασκάρωτοι. Θα είναι άνδρες και γυναίκες. Οι γυναίκες ως επί το πλείστον μασκαρεμένες. Ένας πρωταγωνιστής θα είναι και πρώτος. Και αυτός θα σέρνει το χορό. Οι άνδρες ντύνονται φουστανελάδες, μακεδονομάχοι ή και μασκαράδες με διάφορα κοστούμια. Οι γυναίκες ντύνονται με τοπικές και εθνικές στολές, συνήθως βοσκοπούλες.


Οι μάσκες που φορούν είναι κυρίως από ζώα και πουλιά.Η μάσκα με την κεφαλή του γαιδάρου πρώτη. Ο χορός αρχίζει με ελαφρά τραγούδια ερωτικά, ιστορικά και σατυρικά. Κι ύστερα κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα θ' αρχίσουν τα βαριά τραγούδια, τα βωμολοχικά, τα πέρα για πέρα ξετσίπωτα. Τα αισχρολογικά, που και ο Αριστοφάνης θα ωχριούσε μπροστά τους. Ο χορός θ' αρχίσει ως εξής: Ο πρωταγωνιστής, που θα σέρνει το χορό, θα σταθεί ακίνητος, καθώς και οι άλλοι δέκα ή δεκαπέντε χορευτές σε κύκλο γύρω απ' το βωμό. Θ' αρχίσει να χτυπάει τις παλάμες των χεριών του ρυθμικά σε χρόνο αργό και συρτό (χρόνο 2/4 εν-δυο, εν-δυο, και χωρίς να προχωρεί διόλου απ' τη θέση του, θα τραγουδάει:

«Τώρα που πχιά - η Ρηνούλα μου
τώρα που πχιάσ'κα στου χουρό».


Θα σταματάει το τραγούδι ο πρωταγωνιστής και θ' αρχίσουν«εν χορώ», χωρίς να προχωρούν απ' τη θέση τους, να χτυπούν τις παλάμες των χεριών τους οι άλλοι στο χορό πιασμένοι χορευτές και να τραγουδούν όπως και ο πρώτος προηγουμένως ρυθμικά και σε χρόνο αργό:

«Τώρα που πχιά - η Ρηνούλα μου
τώρα που πχιάσ'κα στου χουρό».


Αμέσως κατόπιν ο πρωταγωνιστής θ' αρχίση το χορό, τραγουδώντας συγχρόνως, με χαρακτηριστικές κινήσεις του σώματος, κυρίως με στριφογυρίσματα, του πισινού και της κοιλιάς και πηδηχτά:

«Τώρα που πχιάσ'κα στου χουρό,
θα τραγουδήσω κι θα πω».

Και, εν συνεχεία χορεύοντας θα πάρουν το τραγούδι οι άλλοι χορευτές, πηδηχτοί και κουνώντας χαρακτηριστικά πισινό και κοιλιά.

«Τώρα που πχιάσ'κα στου χουρό,
θα τραγουδήσω κι θα πω».

Πρωταγωνιστής: «Θα τραγουδήσω κι θα πω
τα δυο ματάκια π' αγαπώ...; »

Χορός: Το ίδιο

Πρωταγωνιστής: «Τα δυο ματάκια π' αγαπώ
μ' αυτά δεν είνιντα ιδώ».

Χορός: Το ίδιο

Πρωταγωνιστής: «Μ' αυτά δεν είνιντα ιδώ
πάησαν στη βρύση για νιρό κ.λ.π.».


Εν τω μεταξύ άλλοι θα κερνούν τους χορευτές συνέχεια κρασί και καλούς μεζέδες. Κι αφού τελειώσει το παραπάνω τραγούδι, θ' αλλάξουν θέσεις οι χορευτές και θα σύρει το χορό άλλος πρωταγωνιστής τραγουδώντας π.χ. το τραγούδι«Τ'ς θειάς τ'ς Βασίλους»,ακριβώς όπως και το προηγούμενο τραγούδι, ρυθμικά σε χρόνο αργό και συρτό (χρόνο 2/4) ένα-δυο, ένα-δυο:

Πρωταγωνιστής: «Πέντε αδέ - μπρε - μπρε - μπρε
πέντ' αδέρφια είμασταν»

Χορός: Το ίδιο

Πρωταγωνιστής: «Πέντε αδέρφια είμασταν
και τα πέντε παλαβά».

Χορός: Επαναλαμβάνει κάθε δίστιχο του πρωταγωνιστή ως το τέλος.

Πρωταγωνιστής: «Ν' ιγώ είμαν του -στάσ' καλά
ν' ιγώ είμαν του μικρότερου.
Κίνησα -άξιτι
κίνησα να πάου στου μύλου.
Κίνησα να πάου στου μύλου
μι τη θειά μου τη Βασίλου.
Ηρθιν η -στάσ' καλά-
ήρθιν η σειρά μ' ν' αλέσου,
ήρθιν η σειρά μ' ν' αλέσου
του τσιουβάλι μου να δέσου.
Μα η Βασί -άξιτι-
μα η Βασίλου δεν μ' αφήνει.
Μα η Βασίλου δεν μ' αφήνει
του δικό της θέλ' να γίνει.
Κι σπρώξι αυτή -στάσ' καλά-
κι σπρώξι αυτή κι σπρώξ' ιγώ
κι σπρώξι αυτή κι σπρώξ' ιγώ
παπχάτ' αυτή που πάν' ιγώ.
-Αχ! μαρ' θειά -άξιτι-
αχ μάρ' θειά αν ήσαν ξένη.
Αχ μαρ' θειά αν ήσαν ξένη
πλακουμός που χά να γένη.
-Κάμι γιό - μπρε - μπρε - μπρε
κάμι γιόκα μου τη δ'λειά σου
κάμι γιόκα μου τη δ'λειά σου.
Κάμι γιόκα μου τη δ'λειά σου
πάλ' ιγώ τα είμι θειά σου».


Κι ύστερα αφού τελειώση το τραγούδι και κεράσουν πάλι κρασί, οι χορευτές θ' αλλάξουν θέση και θα σύρη το χορό άλλος πρωταγωνιστής. Τώρα πια θ' αλλάξη και ο προηγούμενος βαρύς μονότονος αργός ρυθμός και θα πέσουμε σε τραγούδι πολυφωνικό (τουλάχιστον δίφωνο) γρήγορο σε χρόνο 7/8.

Πρωταγωνιστής: «Αγαπώ καλέ-
αγαπώ ένα χιλιδόνι»

Χορός: «Αγαπώ καλέ-
αγαπώ ένα χιλιδόνι»

Πρωταγωνιστής: «Αγαπώ ένα χιλιδόνι
μα η μαμά του, του μαλώνει ...;»

Χορός: επαναλαμβάνει

Πρωταγωνιστής: «Του μαλώνει και του βρίζει
την καρδούλα του ραϊζει» κλπ.


Και αφού τελειώσει και το παραπάνω τραγούδι, άλλος πρωταγωνιστής που θα σύρη το χορό, θα τραγουδήση το τραγούδι π.χ.«θάμα που είδα του Σαββάτου», ακριβώς όπως το προηγούμενο, δίφωνο, γρήγορο, εύθυμο και σε χρόνο 7/8.

Εν τω μεταξύ οι χορευτές θα πειράζονται μεταξύ τους και με τους γύρω απ' το χορό θεατές, άλλοι θα ρίχνουν συνέχεια δαδιά στη φωτιά, κι άλλοι θα κερνούν κρασί και μεζέδες, ώσπου όλοι τους γίνουν στουπί στο μεθύσι,«κούρπιτον». Τότε πια θ' αρχίσουν ακόμα πιο βαρειά τραγούδια.

«Τις τρανές τις Απουκρηές»,«Ου παπάς ου Ραγκαβέλας»κλπ. ως το πρωί της Καθαρά-Δευτέρας.

Ξακουστοί φανοί με παράδοση ήταν:«Ου φανός στου Κιραμαριό», (εξακολουθεί και τώρα να είναι απ' τους πρώτους),«Ου φανός στ' Λάτσκ' του πηγάδι»,«Ου φανός στου Μισκιάδ' κου»,«Ου φανός στα Μπουντανάθ'κα»,«Ου φανός στ' αλώνια»,«Ου φανός στα Βλάθ'κα»,«Ου φανός στα Γιούφτ'κα»,«Ου φανός στα Καρακλανάθ'κα»και μεταπολεμικά από τους πρώτους ο«φανός Παύλου Μελά». Ο φανός που πήρε το βραβείο στην αποκριά του 1960«Ου φανός στ' Αηδημητριάτ'κα». Πρωταγωνιστής ο Νικόλαος Πλεξίδας, με το τραγούδι:

«Αλί πασιάς μπρε - μπρε - μπρε
Αλί πασιάς αγνάντιβιν, (δις)
π' την Κόζιαν' π' τη μέση (δις)
Πχιές είν' αυτές μπρε - μπρε - μπρε
πχιές είναι αυτές απ' άρχοντι (δις)
με τ' άρματα στη μέση. (δις)_».

Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Χριστόφορο Τιτέλη.

Χριστόφορος Tιτέλης

Εγεννήθη εν Κοζάνη το 1914. Πτυχιούχος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Μαθηματικών). Εδίδαξεν επί τριετίαν (από το 1943-45) εις το Γυμνάσιον Αρρένων Κοζάνης. Από το 1948 διδάσκει εις την Δημοσίαν Εμπορικήν Σχολήν Κοζάνης. Το 1936 εξέδωσε την ποιητικήν συλλογήν «Πρώτοι στίχοι». Το 1945 εξέδωσε την κριτικήν βιογραφίαν «Κώστας Βέλλιος». Έκτοτε εδημοσίευσε ποικίλας μελέτας μουσικού περιεχομένου, κοινωνιολογικού, λαογραφικού κλπ. Εις τας τοπικάς εφημερίδας της Κοζάνης εδημοσίευσε πληθώραν ποιητικών μεταφράσεων εκ της γαλλικής και γερμανικής καθώς και διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις κλπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: