1/4/09
Απρίλης των ποιητών
Η εγγονή μου είναι φοιτήτρια. Στο ταγάρι της κουβαλάει πάντα ένα βιβλίο με ποιήματα. Διαβάζει δυνατά. Κοινωνώ, έτσι, την ποίηση. Μπορεί, το χελιδονολάλημά της. Πες μου, γράφτηκαν ποιήματα για τους άλλους; Τον Καραϊσκάκη, τον Δυσσέα, τον Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τόσους άλλους, τους τραγούδησαν. Τον Κοτσάμπαση, τους νοικοκυραίους; Οχι, παππού. Οι ποιητές ασχολούνται με το φως. Ναι, ναι. Και στην Κατοχή, τον Αρη, τον Σαράφη και τόσους άλλους, τους τραγούδησαν ο λαός και οι Ποιητές. Και τον Μπελογιάννη. Πες μου, γράφτηκαν ποιήματα για τους δοσίλογους, τους εθνικόφρονες; Πάλι τα ίδια, παππού. Είπαμε, οι ποιητές μόνο με φως τραγουδάνε.
Τέτοια λέμε με την εγγονή μου στις παύσεις των απαγγελιών. Λέμε, κι εγώ ταξιδεύω. Πού αλλού; Πίσω, στα παλιά. Μια ζωή στ' αλέτρι. Πριν γεράσω, πήρα να 'μαι εμπρόκλιστος, απ' τη σκληρή δουλιά, θυμάμαι, τότε που ήμουν στον ΕΛΑΣ. Αφησα και γένια. Το κορμί μου ίσιωσε. Εγινε κορφή που ξεχώριζε. Σκύβε, όταν πολεμάς, φώναζε ο καπετάνιος. Πού να τον ακούσω. Τυχερός που δε με χτύπησε βόλι. Είπα ο καπετάνιος. Τι παιδί! Ναι, παιδί ήταν. Μικρότερος από εμένα. Ομορφος, όπως το φεγγάρι. Στο χέρι, το ντουφέκι και το βιβλίο. Πραγματικός δάσκαλος. Διάβαζε, ακουμπώντας τη ράχη του σε δρυ, οξιά ή σε κοτρόνι. Διάβαζε ποιήματα. Μπορεί και να 'γραφε. Κι εμείς, οι άλλοι, τα παλικάρια του, όπως μας έλεγε, ακούγαμε και χαμογελούσαμε. Τον ζήλευα, που ήξερε πολλά, που μας μιλούσε για το αύριο που θα είχε το βιβλίο στα χέρια των ανθρώπων.
Αγάπησα την ποίηση απ' τον καπετάνιο μου, χωρίς να ξέρω γιατί. Από τότε, άλλη αγάπη δεν έκανα. Στις φυλακές, στις εξορίες διάβαζα ποιήματα. Και τι δε διαβάζαμε. Κάναμε και μαθήματα. Είχαμε πολλούς μορφωμένους ανθρώπους. Και ήταν ατσιγκούνευτοι. Ημασταν αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, όταν ήρθε η είδηση για την κηδεία του Παλαμά, για το ποίημα που απάγγειλε ο Σικελιανός, λίγο πριν κατεβάσουν στο χώμα τον Ποιητή. Το θυμάμαι ακόμα. «Σε τούτο το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα. Ηχήστε σάλπιγγες». Ο Καπετάνιος μας το είπε. Και μας μίλησε για τον Παλαμά. Πόσο μ' άρεσε το ποίημα που δίνει οδηγίες στο παιδί, που θα κληρονομήσει τον κήπο του. «Κόψε, κάψε, ταμπουρώσου, σαν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καιροί οργισμένοι, για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα». Πώς τα απάγγελνε ο Καπετάνιος μας. Ακουγα και τώρα τη φωνή του. Σκοτώθηκε ένα πορφυρό δειλινό σε σκληρή μάχη. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών που τους οδηγούσαν Ελληνες συνεργάτες τους. Το βιβλιαράκι με τα ποιήματα έχει το αίμα του. Ζήτησα να το κρατήσω. Το έχω στο ακριβότερο μέρος της κάμαράς μου.
Διάβασε, καλή μου, Βάρναλη και Ρίτσο. Σα σήμερα, χαράματα, μέρα Κυριακή τον σκότωσαν. Τον Μπελογιάννη. Και η εγγονή άρχισε να διαβάζει. Και τα μάτια μου θάμπωσαν. Αχ, είναι περίλυπη η ψυχή μου μέχρι θανάτου, ψιθύρισα, και n εγγονή μου σταμάτησε να διαβάζει. Με κοίταξε. Είχε την άνοιξη στα μάτια της. Ελα, παππού. Ερχεται ο Απρίλης, θυμάσαι τον Σολωμό; Θυμάσαι πώς το είπε; «Εστησεν ο έρωτας χορό/ με τον ξανθόν Απρίλη». Να ξέρεις, παππού, όσο θα χορεύει ο έρωτας με τον ξανθόν Απρίλη, δε μας νικάει κανείς, ακόμα κι όταν μας νικούν. Τι είπαμε; Οι ποιητές δεν ασχολούνται μ' αυτούς.
Τη φίλησα. Και τούτον τον Απρίλη, ορθοστατών κι ορθοβαδίζων, θα πιαστώ, τελευταίος, στο χορό. Πώς το βροντολάλησε ο Σικελιανός; Κάπως έτσι: «Η Ελλάδα σέρνει το χορό/ ψηλά με τους Αντάρτες/ χιλιάδες δίπλες ο χορός/ χιλιάδες τα τραπέζια/ Κι είν' οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες». Νάτος κι ο καπετάνιος μου...
Καμαρώνω τη νιότη, που δεν ξεχνά να διαβάζει ποιήματα και να χορεύει ερωτικά με τον ξανθόν Απρίλη.
Του Ιορδάνη Προυσανίδη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου